υπόδακρυς
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
-υ, Μ
κάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάκρυ (πρβλ. περίδακρυς)].
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
-υ, Μ
κάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάκρυ (πρβλ. περίδακρυς)].