ἄχιλος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ἄχιλον, without grass, or (with ἀ- intens.) rich in grass, both senses in Hsch. s.v. ἄχειλον.
Spanish (DGE)
v. ἄχειλον.
German (Pape)
[Seite 418] ohne Heu, ohne Futter, nach Hesych. auch grasreich.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχῑλος: -ον, ἄνευ χιλοῦ, χόρτου ἤ (μετὰ α ἐπιτατ.) πολύχορτος, ἀμφότεραι αἱ σημασίαι παρ’ Ἡσυχ.