ψιμυθιστής
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ψιμυθιστοῦ, ὁ, one who paints with white lead or cosmetics, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
ψιμῠθιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀλείφων διὰ ψιμυθίου ἢ διὰ καλλωπιστικῶν ἀλοιφῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ψιμυθίζω
αυτός που αλείφεται με ψιμύθιο ή με άλλο καλλυντικό.