σύρφη
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φρύγανα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από το θ. του ρ. σύρω με δασύ χειλικό ένθημα -φ- (πρβλ. συρ-φ-ετός) και κατάλ. -ή. Έχει διατυπωθεί επίσης και η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το συγγενές σημασιολογικά κάρ-φη «ξερό χόρτο, άχυρο»].