ἅδον
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
Ep. for ἕαδον, aor. 2 of ἁνδάνω.
Spanish (DGE)
ἀρέσκειαν σημαίνει καὶ γνώμην· ἢ κόρον ἢ κόπον EMα 265 (cf. prob. 1 ἅδος y 2 ἅδος).
v. ἁνδάνω.
French (Bailly abrégé)
ao.2 épq. de ἁνδάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἅδον: (ᾰ) эп. aor. 2 к ἁνδάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἅδον: Ἐπ., ἀντὶ τοῦ ἕαδον· ἀόρ. β΄ τοῦ ἁνδάνω.
English (Autenrieth)
see ἁνδάνω.