στιχάριον
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of στίχη, variegated tunic, σ. λινοῦν Sammelb.6222.27 (iii A.D.), cf. PGen.80.3 (iv A.D.), etc.; perhaps to be read in Dura4 100 (iii A.D.); also στιχαρο (sic) μαφόριον, Sammelb. 7033.39 (v A.D.), Stud.Pal.20.275.6 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 944] τό, dim. von στίχος, Sp. Bei den Neugriechen ein dichtanliegendes Kleid.
Greek (Liddell-Scott)
στῐχάριον: [ᾰ], τό, χιτὼν πεποικιλμένος ὡς ἔνδυμα ἱερατικόν, Ἐκκλ.