ἀντλητήρ
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ἀντλητῆρος, ὁ,
A one who draws water, Poll.10.31; ληνῶν Man.4.257.
2 = κάδος ναυτικός, Hsch.
II ladle, Ath.10.424a.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
I de pers. el que saca agua Poll.10.31, ληνῶν Man.4.257
•fig. δύο ἀ. ἀπὸ μιᾶς πηγῆς ἀντλοῦντας Epiph.Const.Haer.66.85.
II 1náut. achicador Hsch.
2 cacillo Ath.424a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀντλῶν ὕδωρ, Πολυδ. Ι΄, 31· ληνῶν Μανέθων 4. 257: = κύαθος, κύαθον δ’ ἐπὶ τοῦ ἀντλητῆρος Πλάτων εἴρηκεν ἐν τῷ Φάωνι οὕτως κτλ. Ἀθήν. 424Α. - καθ’ Ἡσύχ. «ἀντλητήρ· κάδος ναυτικός».
German (Pape)
ῆρος, ὁ, ein Schöpfgefäß, Poll. 10.31.