γογγυλίς
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, turnip, Brassica rapa, Ar.Fr.569.6, Eub.4 (pl., Id.74), Speus. ap. Ath.9.369b, Thphr. HP 7.4.3, PPetr.3p.152 (iii B. C.), Dsc.5.20, POxy.736.5 (i A. D.).
Spanish (DGE)
(γογγῠλίς) -ίδος, ἡ
bot. naba, nabo redondo, Brassica rapa L., o nabo, Brassica rapus L., utilizado en dietas γογγυλίδας διέφθους Hp.Int.40, cf. Vict.2.54, ὀπτήσιμον γογγυλίδα Eub.3, γογγυλίδων ἐσκευασμένων ἐν ἅλμῃ πέντε μάριες Polyaen.4.3.32, cf. Mnesith.Ath.25.7, Nic.Fr.70.9, POxy.736.5 (I d.C.), Aret.CD 1.2.17, vendido en el ágora de Atenas, Ar.Fr.581.6, Eub.74.3, Κηφισιακαῖσι γογγυλίσιν ὅμοια πανύ Crates Com.30, semejante al rábano, Speus.24, PHib.121.55, PPetr.3.53(m).7 (ambos III a.C.), SB 12577.12 (III d.C.)
•sobre la diferencia entre una planta fem. y otra masc., Thphr.HP 7.4.3, Posidon.70, Dsc.5.20, Colum.10.421, D.C.Epit.9.2.15.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γογγῠλίς: -ίδος, ἡ, εἶδος λαχάνου μὲ στρογγυλοειδῆ τὴν ῥίζαν· «δαυκί», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476, πρβλ. Κωμικοὺς παρ’ Ἀθην. 369· γογγυλίδια, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ γογγυλίδας παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 116, Γαλην. Λεξ. σ. 454.
Greek Monolingual
η
βλ. γογγύλι.