κινάβευμα
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
-ατος, τό, knavish trick, in plural, Phot., Hsch.; ἀποκινναβευμάτων is f.l. in Ar.Fr.699 (where καναβεύματων, = κανάβων, is prob. cj.).
Greek (Liddell-Scott)
κινάβευμα: τὸ, πανοῦργον παιγνίδιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 561· κιναβεύματα ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πανουργήματα παρὰ Φωτ., Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
κινάβευμα: ατος τό проделка, проказа Arph.
German (Pape)
= κιννάβευμα.