δευτεροβόλος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
δευτεροβόλον, shedding the teeth a second time, ἵππος Hierocl. Facet.4, cf. Hippiatr.20, POxy.1708.10 (iv A. D.); of camels, BGU 1088.4 (ii A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ον
que ha echado los segundos dientes ἵππος Hierocl.Facet.4, Hippiatr.20.4, ὄνος POxy.1708.10, 3143.10 (ambos IV d.C.), de un camello BGU 1088.4 (II d.C.), PGrenf.2.50a.4 (II d.C.), PAberd.42(g).4 (II d.C.) en BL 9.3.
German (Pape)
[Seite 553] der die Zähne zum zweitenmale wechselt, Poll. 1, 182.
Greek Monolingual
δευτεροβόλος, -ον (Α)
(για ζώα) αυτός που για δεύτερη φορά αλλάζει τα δόντια του.