πουλβῖνον
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
τό, = Lat. pulvinus, cushion, bolster, Sammelb. 1.10 (iii A.D.), dub.l. in Arr.Epict.3.23.35: also Dim. πουλβινάριον, prob. in Glossaria.
Greek Monolingual
τὸ, καὶ πουλβῑνος, ὁ, Α
1. προσκέφαλο, μαξιλάρι
2. στρώμα κρεβατιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvinus «προσκέφαλο»].