λυριστής
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
λυριστοῦ, ὁ, player on the lyre, Plin.Ep.9.17.3, Artem.4.72; un-Att. acc. to Hellad. ap. Phot. Bibl.p.529 B.:—fem. λυρίστρια, ἡ, Sch.Juv.11.162.
Greek (Liddell-Scott)
λῠριστής: -οῦ, ὁ παίζων τὴν λύραν, Πλιν. Ἐπιστ. 9. 17· - ἴσον τῷ παρὰ τοῖς δοκίμοις κιθαριστής, Ἑλλάδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 529. 37· - θηλ. λυρίστρια, ἡ, Αὐγουστῖν.
Greek Monolingual
λυριστής, ὁ, θηλ. λυρίστρια (Α) λυρίζω
αυτός που παίζει λύρα.
German (Pape)
ὁ, der die Lyra spielt, Sp.