τριζῳδία
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ἡ, the space of three signs, i.e. a quadrant of the zodiac, Vett. Val.302.4, Paul.Al.A.2, Procl. in R.2.32K., Cat.Cod.Astr.1.143.
Greek (Liddell-Scott)
τριζῳδία: ἡ, τὸ διάστημα ὅπερ κατέχουσι τρία ζῴδια, δηλ. τὸ τέταρτον τοῦ ζῳδιακοῦ κύκλου, οὐ γὰρ ἔξεστιν ὑπερβῆναι τὴν τριζῳδίαν Πρόκλ. εἰς Πτολ. Τετράβ. σ. 55Α, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
το διάστημα που κατέχουν τρία ζώδια, το ένα τέταρτο του ζωδιακού κύκλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ζῴδιον, κατά τα θηλ. σε -ία].