πτερυγοειδής

From LSJ
Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερῠγοειδής Medium diacritics: πτερυγοειδής Low diacritics: πτερυγοειδής Capitals: ΠΤΕΡΥΓΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pterygoeidḗs Transliteration B: pterygoeidēs Transliteration C: pterygoeidis Beta Code: pterugoeidh/s

English (LSJ)

πτερυγοειδές, like a wing, only Adv. πτερυγοειδῶς Thphr. HP 3.12.7, PMag.Berol.2.2.

German (Pape)

[Seite 809] ές, flügelartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πτέρυγα, ἀπόφυσις Γαλην. 2. 743. -Ἐπίρρ. -δῶς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ
αυτός που μοιάζει με πτέρυγα, που έχει σχήμα φτερού (α. «πτερυγοειδής απόφυση» β. «πτερυγοειδῆ νεῡρα», Γαλ.)
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχέση με το σφηνοειδές οστό της βάσης του κρανίου (α. «πτερυγοειδείς βόθροι» β. «πτερυγοειδείς μύες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το πτερυγοειδές
ραχιαίο σκελετικό τμήμα του γναθικού τόξου που συμμετέχει στη διαμόρφωση της πρωτογενούς υπερώας.
επίρρ...
πτερυγοειδῶς Α
σε σχήμα πτέρυγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + -ειδής. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pterygoid].