ἱερευτικός

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερευτικός Medium diacritics: ἱερευτικός Low diacritics: ιερευτικός Capitals: ΙΕΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hiereutikós Transliteration B: hiereutikos Transliteration C: iereftikos Beta Code: i(ereutiko/s

English (LSJ)

ἱερευτική, ἱερευτικόν, belonging to a ἱερόν, [γῆ] PTeb.5.236 (ii B.C.): ἱερευτικά, τά, ib.257.

Greek Monolingual

ἱερευτικός, -ή, -όν (Α) ιερεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάτι ιερό.