πικραντικός
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
πικραντική, πικραντικόν, disposed to bitterness. Adv. πικραντικῶς, διατίθεσθαι S.E.M.7.367.
German (Pape)
[Seite 614] Bitterkeit erregend, bitter; διατίθεμαι, ἀψινθίου τῇ γεύσει προσαχθέντος, Sext. Emp. adv. log. 1, 367.
Greek (Liddell-Scott)
πικραντικός: -ή, -όν, ὁ εἰς πικρίαν διατεθειμένος: ― Ἐπίρρ. πικραντικῶς διατίθεσθαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 367.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πικραίνω
αυτός που έχει την προδιάθεση να πικραίνεται.
επίρρ...
πικραντικῶς
φρ. «πικραντικῶς διατίθεσθαι» — με την προδιάθεση να πικραίνεται, να θλίβεται.