κακωτής
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Full diacritics: κακωτής | Medium diacritics: κακωτής | Low diacritics: κακωτής | Capitals: ΚΑΚΩΤΗΣ |
Transliteration A: kakōtḗs | Transliteration B: kakōtēs | Transliteration C: kakotis | Beta Code: kakwth/s |
κακωτοῦ, ὁ, one who ill-treats, oppressor, Ph.1.544, Ptol.Tetr.159; γυναικῶν Vett.Val.49.4.
κακωτής: -οῦ, ἄνθρωπος κακοποιός, βλαπτικός, Φίλων 1. 544.
κακωτής, ο θηλ. κακώτρια (AM) κακώ
κακοποιός, βλαπτικός.