ἱερωτεία
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ἱερ-ωτεύω, = ἱερατεία, SIG1009.12, 1010.3 (Chalcedon), BCH44.251 (Boeotia, i B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱερωτεία: καὶ ἱερητεία, ἡ, = ἱερατεία, Dittenberger, Hermes 16, 171 (CIGr. 2656, 4), ἐξ Ἀλικαρν., Κουμανούδης ἐν Ἀθηναίῳ 7, 208 ἐκ Βιθυν. καὶ Χαλκηδόνος.
Greek Monolingual
ἱερωτεία και ἱερητεία, ἡ (Α)
βλ. ιερατεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερωτεύω. Ο τ. αντί ιερατεία].