ὕδρευσις
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ὑδρεία 1.2, irrigation, Thphr. CP 3.9.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὕδρευσις: -εως, ἡ, = ὑδρεία, πότισμα, ἄρδευσις, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 9, 5.
German (Pape)
ἡ, das Wasserschöpfen, Begießen, die Wässerung, Sp.