ταλαιπώρημα
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
-ατος, τό, hardship, distress, Phalar.Ep. 135.2 (pl.), Secund.Sent.9.
German (Pape)
[Seite 1064] τό, Drangsal, Elend, Phalar.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαιπώρημα: τό, κακοπάθεια, ταλαιπωρία, μόχθος, Φαλάρ. Ἐπ. 139.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, ΜΑ ταλαιπωρῶ
ταλαιπωρία.