συναπολύω
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
release together, τινά τινι J.AJ10.9.1:—Pass., Plu.2.406e, S.E.M.11.66.
German (Pape)
[Seite 1002] mit befreien, S. Emp. adv. eth. 66.
Russian (Dvoretsky)
συναπολύω: одновременно освобождать (τινά τινος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
συναπολύω: ἀπολύω συγχρόνως ἢ ὁμοῦ, Θεοδωρήτ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1, 31. ― Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 66.