λιθέμπορος
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
ὁ, stone-merchant, IG14.2247 (Picenum), Supp.Epigr.4.106 (Rome, ii A.D.).
Greek Monolingual
λιθέμπορος, ὁ (Α)
έμπορος λίθων.