κήτημα

From LSJ
Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήτημα Medium diacritics: κήτημα Low diacritics: κήτημα Capitals: ΚΗΤΗΜΑ
Transliteration A: kḗtēma Transliteration B: kētēma Transliteration C: kitima Beta Code: kh/thma

English (LSJ)

-ατος, τό, salted tunny, = ὠμοτάριχος, dub. in Diph.Siph. ap.Ath.3.121b.

German (Pape)

[Seite 1435] τό, eingesalzenes Fleisch großer Meerfische, bes. der Thunfische, = ὠμοτάριχον, Diphil. bei Ath. III, 121 b.

Greek (Liddell-Scott)

κήτημα: τό, τεταριχευμένος θύννος, = ὠμοτάριχος, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 121Β.

Greek Monolingual

κήτημα, -ήματος, τὸ (Α)
παστωμένος τον(ν)ος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος, πρόκειται όμως για αμφίβολης γνωσιότητας λήμμα. Αν όντως είναι ορθό, πρόκειται για σπάνια περίπτωση μετονοματικού παρ. σε η-μα που εμφανίζεται κανονικώς σε μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. ποί-η-μα < ποιῶ)].