φιλαργικός
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ἡ, όν, (ἀργός) contemplative, dub. in Fulg.Myth.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαργικός: -ή, -όν, (ἀργὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀργίαν, φίλος τῆς ἀργίας, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που αγαπά την αργία, οκνηρός
2. φρ. «φιλαργικὸς βίος» — ζωή γεμάτη υλικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀργικός «οκνηρός» (< ἀργός [II])].