ἀσύμμικτος

From LSJ
Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμμικτος Medium diacritics: ἀσύμμικτος Low diacritics: ασύμμικτος Capitals: ΑΣΥΜΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: asýmmiktos Transliteration B: asymmiktos Transliteration C: asymmiktos Beta Code: a)su/mmiktos

English (LSJ)

ἀσύμμικτον, incapable of blending, στοιχεῖα D.H.Comp.22.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede mezclar ἀσύμμικτα ... φύσει ταῦτα τὰ στοιχεῖα καὶ ἀκόλλητα D.H.Comp.22.14.

German (Pape)

[Seite 380] unvermischt, unvereinbar, D. Hal. C. V. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμμικτος: -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7.

Greek Monolingual

ἀσύμμικτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να συμμιχθεί ή να συνενωθεί με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σύμμικτος < συμμειγνύω].