καδοποιός
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
καδοποιόν, making pails or vessels, Sch.Ar.Pax1202.
German (Pape)
[Seite 1279] Gefäße machend, Schol. Ar. Pax 120.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰδοποιός: -όν, κατασκευάζων κάδους ἢ ἀγγεῖα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1201.
Greek Monolingual
ο (Α καδοποιός, -όν)
αυτός που κατασκευάζει κάδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχοποιός, υποδηματοποιός.