θυάκτας
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
α, ὁ, sacrificing priest, IG4.757 B (Troezen, ii B.C.).
Greek Monolingual
θυάκτας, ὁ (Α)
επιγρ. ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με την οικογένεια του θύω (I). Πιθ. < αμάρτυρο θυάζω.