θυάκτας

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυάκτας Medium diacritics: θυάκτας Low diacritics: θυάκτας Capitals: ΘΥΑΚΤΑΣ
Transliteration A: thyáktas Transliteration B: thyaktas Transliteration C: thyaktas Beta Code: qua/ktas

English (LSJ)

α, ὁ, sacrificing priest, IG4.757 B (Troezen, ii B.C.).

Greek Monolingual

θυάκτας, ὁ (Α)
επιγρ. ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με την οικογένεια του θύω (I). Πιθ. < αμάρτυρο θυάζω.