διαβρεχής
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
διαβρεχές, wet through, soaked, Luc. Trag.304.
Spanish (DGE)
-ές
mojado, empapado Κενταύρου πέπλος Luc.Trag.304 (cód.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
imprégné, trempé.
Étymologie: διαβρέχω.
Greek (Liddell-Scott)
διαβρεχής: -ές, ὁ ὅλως βεβρεγμένος, κάθυγρος, “μουσκευμένος”, Λουκ. Τραγ. 304.
Russian (Dvoretsky)
διαβρεχής: промокший, пропитанный (δ. ἰχῶρι πέπλος Luc.).