παρεναλλάσσομαι
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
Pass., to be interchanged, Id.Phil.Hist.19.
Greek (Liddell-Scott)
παρεναλλάσσομαι: Παθ., ἐναλλάσσομαι, Γαλην. τ. 19, σελ. 245, 2.