χρονιστέον
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
one must spend time, ἔν τινι Arist.Rh.1417b30.
Greek (Liddell-Scott)
χρονιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χρονίζω, δεῖ χρονίζειν, ἔν τινι Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 2.
Greek Monotonic
χρονιστέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να παραταθεί χρονικά, σε Αριστ.