ἀκρωρεῖται
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
οἱ, inhabitants of mountain ridges, Hdn.Gr.2.869.
Greek Monolingual
ἀκρωρεῖται οι (Α)
ἀκρώρεια
αυτοί που κατοικούν στις ακρώρειες.