ἀκύκητος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ἀκύκητον, untroubled, διάνοιαι Phld.D.1.17.
Spanish (DGE)
-ον no turbado διάνοιαι Phld.D.1.17.25.
Greek Monolingual
ἀκύκητος, -ον (Α) κυκῶ
ο αδιατάρακτος.