παραίσθησις
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
-εως, ἡ, misperception, Phld.Piet.116.
Greek (Liddell-Scott)
παραίσθησις: ἡ, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Ἑρμ. σ. 113. - Σημαίνει ἐκεῖ μικράν, μόλις δήλην αἴσθησιν· ἀλλ’ οὐδὲν κωλύει νὰ μεταχειρίζηταί τις τὴν λέξ. καὶ ἀντὶ οὐκ ἀληθοῦς αἰσθήσεως.