ἀντεπιχείρησις
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
-εως, ἡ, a counter-attack, D.H.9.14.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
contraataque ἀντεπιχείρησιν κατὰ τοῦ ἀντιπάλου ποιήσασθαι D.H.9.14, cf. Origenes Comm.in Eph.2.2.
German (Pape)
[Seite 247] ἡ, Gegenangriff, Sp., wie D. Hal. 9, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιχείρησις: -εως, ἡ, ἀντεπίθεσις, Διον. Ἁλ. 9. 14.