λαβράκτης
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English (LSJ)
λαβράκτου, ὁ, = λαβραγόρης, Pratin.Lyr.5.
German (Pape)
[Seite 2] ὁ, = λαβραγόρης, Pratinas bei Ath. XIV, 624 f.
Greek (Liddell-Scott)
λαβράκτης: -ου, ὁ, = λαβραγόρης, Πρατίνας 5.