ἀκρόβασις
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἡ, foot of table, BCH29.541 (Delos).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
contera, punta en el extremo de una pata τρίποδα παλαιὸν ... τὴν ἀκρόβασιν τοῦ ἑνὸς ποδὸς οὐκ ἔχοντα ID 1441A.2.64, cf. 1432Ab.2.14 (ambas II a.C.).
Greek Monolingual
ἀκρόβασις (-σεως), η (Α)
το πόδι του τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + βάσις].