θριδακίσκα
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ἁ, Lacon. for θριδακίνη, Alcm.20.
Greek Monolingual
θριδακίσκα, ἡ (Α) θρίδαξ
(λακων. τ.) θριδακίνη.