φιλοποτία
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
ἡ, = φιλοποσία, Phryn. PSp.35 B.
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, = φιλοποσία, Hippocr. u. Phryn.; s. Lob. Phryn. 522.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοποτία: ἡ, = φιλοποσία, Ἱππ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 522.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. φιλοποσία.