φιλοποσία
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ἡ, love of drinking, fondness for wine, X.Mem.1.2.22, Arist.Pr.872a6, Jul.Caes.327c; pl., Pl.Phd. 81e.
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, Trunkliebe; Plat. Phaed. 81 c, v.l. φιλοτησία; Xen. Mem. 1, 2,22. 2, 6,1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour de la boisson.
Étymologie: φιλοπότης.
Russian (Dvoretsky)
φιλοποσία: ἡ тж. pl. пристрастие к (крепким) напиткам, пьянство Xen., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοποσία: ἡ, ἡ πρὸς τὴν πόσιν ἀγάπη, φιλοινία, Λατ. vinolentia, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· ἐν τῷ πληθ., Πλάτων ἐν Φαίδωνι 81Ε, πρβλ. φιλοποτία.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και φιλοποτία Α φιλοπότης
η αγάπη για το ποτό και, ιδίως, για το κρασί.
Greek Monotonic
φῐλοποσία: ἡ, αγάπη για πόση, σε Ξεν., Πλάτ.