ἡμιμόριον
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
τό, sine expl., Poll.6.160 (v.l. ἡμιμοίριον).
German (Pape)
[Seite 1169] τό, die Hälfte, Poll. 6, 160.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιμόριον: τό, τὸ ἥμισύ τινος, Πολυδ. Ϛ΄, 160.