ἀποδεχθείς
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
Ion. for ἀποδειχθείς, Hdt.
Spanish (DGE)
v. ἀποδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεχθείς: Ἰων. ἀντὶ ἀποδειχθείς, Ἡρόδ.
Greek Monotonic
ἀποδεχθείς: Ιων. αντί ἀποδειχθείς.