υπνώττω

From LSJ
Revision as of 17:50, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

ὑπνώσσω, ΝΑ, και αττ. τ. ὑπνώττω Α
νεοελλ.
1. κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμάμαι
2. μτφ. αδρανώ τελείως, δεν κάνω αυτά που πρέπει («οι αρμόδιοι υπνώττουν»)
αρχ.
1. νυστάζω, αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος
2. κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω που απαντά σε ρ. που δηλώνουν σωματική κατάσταση ή ασθένεια (πρβλ. λαιμώσσω)].