ἱλέομαι
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ἱλεόομαι [ῑ],
A v. ἱλάομαι. ἰλεός [ῑ], ὁ,= εἰλεός 1 and 11, Hsch. ἵλεος, = ἵλαος; and ἵλεως, ων, Att. for ἵλαος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1251] att. = ἱλάομαι, Aesch. Suppl. 110. 121.