εὔστερνος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
εὔστερνον, broad-chested, Man.4.96; δαμάλεις Gp.17.2.1: metaph., χοάνοισι, of the earth, Emp.96.1.
German (Pape)
[Seite 1099] mit guter, starker Brust, λέων Man. 4, 96; Geopon.
Russian (Dvoretsky)
εὔστερνος: широкогрудый, т. е. обширный (χόανοι Emped. ap. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔστερνος: -ον, ἔχων καλὰ καὶ εὐρέα στέρνα, Ἐμπεδ. 221, Μανέθων 4. 96.
Greek Monolingual
εὔστερνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει πλατύ στέρνο («εὐστέρνοιο λέοντος», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στέρνον.