ἀναρροίβδησις
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
-εως, ἡ, a sucking down, Str.1.2.36.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ absorción ref. a Caribdis, Str.1.2.36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρροίβδησις: -εως, ἡ, ἀναφορὰ τῶν ὑδάτων, ἀναρρόφησις, Στράβ. 75.
Greek Monolingual
ἀναρροίβδησις, η (Α)
αναρρόφηση, φορά του ρεύματος προς τα πίσω.
German (Pape)
ἡ, das Zurückverschlucken, Wiederverschlucken.