βακέτα
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
Greek Monolingual
η
1. κατεργασμένο δέρμα μικρού μοσχαριού
2. υποδήματα από βακέτα
3. νεάζουσα γερασμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vacchetta «δαμάλι», υποκορ. του vacca «αγελάδα»].
Translations
calfskin
Czech: teletina; Galician: becerro; German: Kalbsleder, Kalbfell; Greek: δέρμα μοσχαριού, τελατίνι, βακέτα; Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον, μόσχειον δέρμα; Irish: craiceann lao; Manx: crackan lheiy; Russian: телячья кожа; Spanish: becerro