Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
η (Μ θολότης) θολός, η ιδιότητα του θολού, η έλλειψη διαύγειας.
θολότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Θεοφ. Κεραμ. σ. 981, ἔκδ. Mi.