ηδύνω

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

ἡδύνω)
1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζωκρόμμυον... οὐ μόνον σῖτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.)
2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο
3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω
4. μέσ. ἡδύνομαι
ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι
αρχ.
θωπεύω, κολακεύω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς.
ΠΑΡ. ήδυσμα
αρχ.
ήδυμος, ηδυντήρ, ηδυντικός, ηδυντός, ηδυσμός].