ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
ἰχθυῶ, -άω (Α) ιχθύς
1. (επικ. τ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.) αλιεύω, ψαρεύω
2. παίζω σαν ψάρι («δελφῖνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες», Ησίοδ.)
3. παθ. ἰχθυῶμαι, -άομαι
παρασκευάζομαι με ψάρια («ἰχθυώμενος ἄρτος»).